- μόνιμος
- -η, -ο (ΑΜ μόνιμος, -η, -ον)1. αυτός που παραμένει στον ίδιο τόπο, σταθερός2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που παραμένει αμετάβλητος, διαρκήςνεοελλ.(για δημόσιο υπάλληλο) αυτός που ἔχει μονιμότητα, σε αντιδιαστολή προς τον ἔκτακτο ή τον εποχικόαρχ.1. (για το κρασί) αυτός που διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα2. (για πρόσ.) πιστός, σίγουρος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μόνιμονα) η μονιμότητα, η σταθερότηταβ) σταθερή κατοικία.επίρρ...μονίμως και μόνιμα (Α μονίμως)με μόνιμο τρόπο, διαρκώς, σταθερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- τής ρίζας μεν- τού μένω* (πρβλ. μονή) + επίθημα -ιμος (πρβλ. νόμ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.